Στην επιστροφή από τη Σίουα κατεβαίνω στη Μάρσα Ματρούχ. Ο Δημήτρης και η Μαντώ συνεχίζουν για Αλεξάνδρεια, φεύγουν αύριο, και εγώ παρατείνω την εκδρομή κατά μία ημέρα. Καθώς περπατώ στο εσωτερικό της πόλης πηγαίνοντας προς την παραλία, το βλέμμα μου διασταυρώνεται κάποτε με βλοσυρά βλέμματα ντόπιων Βεδουίνων. Οι δύσκολες συνθήκες στη ζωή στην έρημο, αιώνες τώρα, τους έχουν σκληρύνει.
Φτάνω στην παραλία. Μπροστά μου η κεντρική λιμνοθάλασσα και στα πλάγια της άλλες συνεχόμενες. Πλατιά, λευκή αμμουδιά και διάφανα γαλάζια νερά, που κοντράρουν με το βαθύ μπλε της ανοιχτής θάλασσας στο βάθος. Μοιάζει με τροπική παραλία με τη διαφορά ότι εδώ λείπει η τροπική βλάστηση, λίγες φοινικιές μόνο.
Στα ΄΄Λουτρά της Κλεοπάτρας΄΄, τη βραχώδη παραλία δυτικά της πόλης, όπου πηγαίνω για μπάνιο με ταξί, η άμμος της ερήμου φτάνει κατά τόπους ως τη θάλασσα. Τα νερά είναι λίγο ταραγμένα σήμερα και καταφέρνω με δυσκολία να βγω έξω. Υποτίμησα την προειδοποίηση για τα επικίνδυνα θαλάσσια ρεύματα της περιοχής και ανοίχτηκα λίγο. Και ήμουν ολομόναχος εδώ αυτή τη φορά.
Στο καφενείο που πηγαίνω το βράδυ έχω μια φιλική κουβέντα με τον Άχμεντ, τον ιδιοκτήτη του, που έχει τη ζεστασιά των ανθρώπων του ποταμού. Μου προτείνει να δοκιμάσω τον ναργιλέ του μαγαζιού και με οδηγεί σε μια πλαϊνή αίθουσα, όπου άντρες καθισμένοι μόνοι τους και κάποιοι δυο δυο πλάι σε μικρά τραπεζάκια καπνίζουν ναργιλέ και πίνουν τσάι. Και σε λίγο μου φέρνει και ΄μένα.
Έχω καπνίσει ναργιλέ και σε καφενείο της Αλεξάνδρειας, αλλά για πρώτη φορά μπορώ να δικαιολογήσω τη φήμη του. Παρατηρώ με ενδιαφέρον όσα συμβαίνουν γύρω μου, ενώ συνήθως είμαι αφηρημένος. Ο χρόνος κυλάει πολύ αργά εδώ. Πότε πότε ακούγεται μια σύντομη χαμηλόφωνη συνομιλία, κάποτε η κουρτίνα της εισόδου παραμερίζει και μπαίνει ένας καινούριος, μετά από ώρα κάποιος φεύγει. Από τους θαμώνες κάποιοι γνωρίζονται μεταξύ τους, όπως δείχνουν οι ματιές που ανταλλάσσουν, άλλοι μοιάζουν άγνωστοι. Ο νεοφερμένος, σαραντάρης, τυπικός και συγκρατημένος, πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος. Ήταν νευρικός όταν ήρθε. Προβλήματα στη δουλειά; Σκοτούρες στο σπίτι; Τώρα όμως καπνίζει χαλαρός τον ναργιλέ του. Τα προβλήματα έχουν λυθεί, αυτός φταίει που τους είχε δώσει πολλή σημασία. Κάποια στιγμή, μετά από απροσδιόριστο χρόνο, ο Άχμεντ έρχεται και μου παίρνει τον ναργιλέ. Διαμαρτύρομαι, γιατί δεν ήταν η σειρά μου, άλλοι είναι πριν από εμένα εδώ. Μετά όμως συγκατανεύω και σηκώνομαι και βγαίνω έξω.
Περπατώ στην Κορνίς πηγαίνοντας προς το ξενοδοχείο. Απέναντι από ένα καφενείο στέκομαι για λίγο, γιατί παίζει το ΄΄Μαγούντ΄΄ (: Έχω συνηθίσει να…), με τον Αμπντέλ Χαλίμ να τραγουδάει τα πάθη του έρωτα. Υποβλητική μουσική και ερμηνεία, δεν μπορώ να πω όμως ότι συναισθάνομαι την κατάστασή του.
΄΄Τένι, τένι τένι… (: Πάλι, πάλι, πάλι
Θα πάμε να αγαπήσουμε ξανά και η φωτιά και τα βασανιστήρια πάλι.
Πάλι, πάλι πάλι. Θα πάμε ξανά στην ερημιά και θα χαθούμε και θα τρέχουμε
πίσω από τα όνειρά μας…)
Μεγάλα όνειρα που η πραγματικότητα τα περιπαίζει. Τραγούδια του καημού. Μου θυμίζουν παλιά ελληνικά λαϊκά, αλλά εκείνα μοιάζουν απομιμήσεις. Αυτά εδώ είναι αυθεντικά. Εδώ στην Ανατολή ο καημός έχει πολύ βαθιές ρίζες. Κατά βάθος, νομίζω, είναι την ανθρώπινη μοίρα που θρηνούν.
Τώρα έχω απομακρυνθεί από τα καφενεία. Εδώ η πόλη κοιμάται. Ούτε μουσικές, ούτε φώτα, ούτε ψυχή στον δρόμο. Στα δεξιά μου ο ήσυχος παφλασμός του κύματος και επάνω ένας απίστευτα φωτεινός ουρανός.
-Πού πηγαίνουμε τώρα, ταξιδιώτη;
-Έρχομαι από μια επίσκεψη στη χώρα των Λωτοφάγων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ο επόμενος σταθμός είναι η χώρα των Κυκλώπων.
-Και η Ιθάκη, ταξιδιώτη;
-Είναι ωραίο το ταξίδι και η Ιθάκη αργεί. Και μάλλον η Ιθάκη δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. I guess I ‘ll always be a soldier of fortune.* ( : Νομίζω ότι θα είμαι πάντα ένας στρατιώτης της τύχης.)
*Deep Purple, ”Soldier of fortune”
Έλληνας ταξιδιώτης στις κατακόμβες του Κομ Ελ Σουκάφα στην Αλεξάνδρεια, σε φάση επικοινωνίας με το υπερπέραν.