(1) Μέρες της Αλεξάνδρειας

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου ’99

Θα στεκόμουν σήμερα στην ανάμνηση της Μαντώς, αν δεν υπήρχε ο Χαϊμάν, γκαρσόνι του παλιού καιρού, να με ρωτήσει για αυτήν; Είναι τυχερός κανείς που εγκαταλείπει μια πόλη, όταν το σκηνικό των αναμνήσεών του καταρρέει. Το παλιό, ιστορικό ξενοδοχείο San Stefano κατεδαφίστηκε ήδη και αυτό εδώ το παραλιακό καφέ-ρεστοράν θα το ακολουθήσει σε λίγες μέρες. Έχουν ήδη μεταφέρει τα περισσότερα έπιπλα. Τη θέση τους θα πάρουν ένα πολυώροφο τουριστικό συγκρότημα και μικρά καταλύματα εδώ, στην αμμώδη προεξοχή. Και ο Χαϊμάν, που δουλεύει εδώ από μικρός, θα καταλήξει σε κάποιο λαϊκό καφενείο.

Παρατηρώ πιο προσεκτικά τον χώρο. Κοντά στην τζαμαρία τέσσερις καλοντυμένες κυρίες με καπέλα παίζουν χαρτιά και στο βάθος ο πιανίστας παίζει ένα βαλς. Δεν διακρίνονται εύκολα, αλλά μπορείς να το αντιληφθείς από τον κύκλο που κάνει ο Χαϊμάν για να αποφύγει το πιάνο και από το γεμάτο φροντίδα βλέμμα του προς το τραπέζι των κυριών.

Η μελαγχολία ταιριάζει στον Σεπτέμβρη. Οι παλιοί φίλοι φεύγουν και με τους νεοφερμένους δυσκολεύομαι να τα βρω. Εκείνοι, στο ξεκίνημα μόλις του ταξιδιού, ξεγελασμένοι από τις φοινικιές και τους ανατολίτικους ρυθμούς, προσδοκούν ένα ατέλειωτο, ζεστό καλοκαίρι στην Αλεξάνδρεια. Ανύποπτοι για τα παιχνίδια που παίζει η πόλη στους επισκέπτες της ή το χαμσίνι, που πνέει κάποτε από την έρημο και θολώνει την ατμόσφαιρα για μέρες.

Κι εγώ, που ο κύκλος μου σ’ αυτήν την πόλη αρχίζει να κλείνει, ψάχνω να βρω πού βρίσκομαι. Με τη φινέτσα των παλιών κτιρίων της η Αλεξάνδρεια σε παρασύρει σε νοσταλγικές αναδρομές και κάποτε η Ανατολή σου βάζει προκλητικά ερωτήματα, προσφέροντάς σου νέες συγκινήσεις. Γυρίζω πίσω και ακολουθώ τα ίχνη τους στο ημερολόγιο, σε μέρες σχόλης, γιορτινές.